- καλοφόρος
- κᾱλοφόρος, ον, ([etym.] κᾶλον)A wood-carrier, one of a soldier's attendants, Dosiad.Hist.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καλοφόρος — καλοφόρος, ον (Α) (στους Κρήτες) υπηρέτης που υπηρετούσε στα συσσίτια και έφερνε τα ξύλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κᾶλον, τὸ «ξύλο» + φορος (< φέρω), πρβλ. αγγελια φόρος, αχθο φόρος] … Dictionary of Greek
καλοφόρος — wood carrier masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλοφόρους — καλοφόρος wood carrier masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)